- πρέπω
- ΝΜΑ1. (κυρίως στο γ' εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδιβ. «και περισσότερη τιμή τούς πρέπει όταν προβλέπουν πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος», Καβάφηςγ. «δεν σού 'πρεπε μια τέτοια γυναίκα» δ. «τοῑς δ' ὀλβίοις γε καὶ τὸ νικᾱσθαι πρέπει», Αισχύλ.)2. (το γ' εν. πρόσ. ενεστ. και παρατ. ως απρόσ.) πρέπει και έπρεπεεπιβάλλεται/-όταν, είναι/ήταν αναγκαίο ή είναι/ήταν ορθό, δίκαιο, αρμόζει/άρμοζε, προσήκει/προσήκε, ταιριάζει/ταίριαζε (α. «τ' αντρειωμένου τ' άρματα δεν πρέπει να πουλιούνται», δημ. τραγούδιβ. «πρέπει να ξεκινήσουμε πρωί για να προλάβουμε» γ. «πρέπει να σεβόμαστε τους ηλικιωμένους» δ. «έπρεπε να τόν μαλώσεις» ε. «πρέπει τὸν Αἰνησιδάμου ἐγκωμίων τε μελέων λυράν τε τυγχανέμεν», Πίνδ.)3. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) ο πρέπων, η πρέπουσα, το πρέποναυτός που επιβάλλεται από τις υπάρχουσες συνθήκες ή από την καλή συμπεριφορά (α. «η συμπεριφορά σου δεν ήταν η πρέπουσα» β. «πρεπούσαις φιλοφροσύναις», Καισάρ. Δαπ.γ. «ὕμνοις πρέποντες γάμοις», Πλάτ.)4. (το ουδ. τής μτχ. ενεστ. στον εν. και στα νεοελλ. και στον πληθ. ως ουσ.) το πρέπον, τα πρέποντατο αρμόζον, το σωστό, το δίκαιο («ἀπάτη τις ἂν εἴη περὶ τὸ καλὸν τὸ πρέπον», Πλάτ.)νεοελλ.φρ. α) «πρέπει να...» — ίσως να..., πιθανώς να... («πρέπει νά 'ναι πολύ πλούσιος άνθρωπος»)β) «έπρεπε να...» — θα ήταν χρήσιμο, θα άξιζε τον κόπο, θα ήταν ευχάριστο ή ευκταίο (α. «έπρεπε να μού μιλούσε εμένα έτσι και θα σού τόν διόρθωνα» β. «έπρεπε να ήσουν στη θέση μου και τότε θα βλέπαμε τί θα έκανες»)γ) «πρέπει να... [με αόρ. ή παρακμ.]» — προφανώς, αναμφιβόλως, εξάπαντος, κατ' ανάγκην (α. «πρέπει να έφυγε [ή να έχει φύγει] τέτοια ώρα» β. «ψύχρανε ο καιρός, κάπου πρέπει να έχει βρέξει» γ. «ώς τις πέντε πρέπει να έχεις διαβάσει όλα τα μαθήματά σου»)δ) «καθώς [ή όπως] πρέπει»ί) όπως επιβάλλεται, όπως αρμόζει («θα σού τόν κάνω να φέρεται καθώς πρέπει»)ii) (για πρόσ.) αξιοπρεπής, με ευγενική συμπεριφορά και καλούς τρόπους («είναι πολύ καθώς πρέπει κύριος»)ε) «δεν σού πρέπεται» — δεν σού αρμόζειαρχ.1. (για αισθητήριους ερεθισμούς και εντυπώσεις που προκαλούνται στα αισθητήρια όργανα) γίνομαι σαφώς αντιληπτόςα) (σχετικά με την όραση) i) διακρίνομαι εύκολα, φαίνομαι («μετά δὲ πρέπει ἀγρομένοισιν», Ομ. Ιλ.)ii) α) φαίνομαι να είμαι ή να κάνω κάτι («ὥς ὁ φρυκτὸς ἀγγέλων πρέπει», Αισχύλ.)β) (σχετικά με την ακοή) γίνομαι ευκρινώς ακουστός («οἶμαι βοὴν ἄμικτον ἐν πόλει πρέπειν», Αισχύλ.)γ) (σχετικά με οσμή) μοιάζω («ὅμοιος ἀτμὸς ὥσπερ ἐκ τάφου πρέπει», Αισχύλ.)2. διακρίνομαι σε κάτι ή για κάτι, ξεχωρίζω ανάμεσα σε πολλούς («ἡδ' ὁμήγυρις στείχει γυναικῶν φάρεσιν μελαγχίμοις πρέπουσα», Αισχύλ.)3. λάμπω, φαντάζω με λαμπρότητα («λαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει... πρέπει», Αισχύλ.)4. είμαι φανερά όμοιος με κάποιον ως προς τη μορφή («εἶδος γὰρ ὑπεροχωτάτᾳ πρέπειν Οὐρανιδᾱν θυγάτερι Κρόνου», Πίνδ.)5. (το αρσ. τής μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ πρέπωνείδος θαλάσσιου ψαριού.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πρέπω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *pr-ep-, που αποτελεί πιθ. εκτεταμένη μορφή τής ρίζας *per- «διαπερνώ, διατρυπώ» τού πείρω* και συνδέεται με το αρμεν. erewim «γίνομαι ορατός, φαίνομαι». Λιγότερο πιθανή είναι η σύνδεση τού ρ. με το λιθουαν. periu «χτυπώ» (< ΙΕ ρίζα *per- «χτυπώ») και τα πρέμνον και πρόμος. Το ρ. πρέπω από αρχική σημ. «γίνομαι αντιληπτός, διακρίνομαι, φαίνομαι, ξεχωρίζω, φαντάζω» εξελίχθηκε στη σημ., κυρίως στο γ' ενικό πρόσωπο, «αρμόζει, ταιριάζει» και «επιβάλλεται, αναγνωρίζεται, διακρίνεται, είναι αναγκαίο»].
Dictionary of Greek. 2013.